δειράδας

δειράδας
δειράς
ridge of a chain of hills
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δειράς — η (Α δειράς) κορυφογραμμή οροσειράς («οι δειράδες τού Ολύμπου», «ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασσοῡ») αρχ. 1. (για ζώα) τράχηλος, λαιμός 2. φρ. «τέγγει δ ὑπ ὀφρύσι δειράδας» μουσκεύει με τα δάκρυα της τα κορφοβούνια για την απολιθωμένη μορφή τής… …   Dictionary of Greek

  • πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”